Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



παλιόσπιτο, τό


Ερμηνεία:

 [παλιό σπίτι με φανερές φθορές από την πάροδο του χρόνου]… ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) πάλαι (τον παλιό καιρό) < παλαιός, -ή, -όν < παλιο + σπίτι (βλ. σπίτι)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: